- οφθαλμιώ
- (α) αμετ. болеть офтальмией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οφθαλμιώ — (Α ὀφθαλμιῶ, άω) [οφθαλμία] πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.) αρχ. 1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου 2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον … Dictionary of Greek
ὀφθαλμιῶ — ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres imperat mp 2nd sg ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] … Dictionary of Greek
οφθαλμίαση — η (Α ὀφθαλμίασις) [οφθαλμιώ] η οφθαλμία … Dictionary of Greek
προσοφθαλμιώ — άω, Α προσβλέπω κάτι με πόθο ή επιθυμία, εποφθαλμιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀφθαλμιῶ «βλέπω με φθόνο την ευτυχία άλλου»] … Dictionary of Greek